- μύλινος
- μῠλ-ινος, η, ον,A made of millstone,
σορός CIG3371
([place name] Smyrna);παραστάς SIG996.15
(ibid.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σορός CIG3371
([place name] Smyrna);παραστάς SIG996.15
(ibid.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μύλινος — μύλινος, ίνη, ον (Α) [μύλη] κατασκευασμένος από μυλίτη λίθο, από μυλόπετρα … Dictionary of Greek
μύλινον — μύλινος made of millstone masc acc sg μύλινος made of millstone neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυλινάριος — μυλινάριος, ὁ (Μ) μυλωνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. molinarius (< μύλινος + κατάλ. άριος)] … Dictionary of Greek
μύλη — η (ΑΜ μύλη) 1. χειρόμυλος 2. το στρογγυλό οστό τής επιγονατίδας 3. σαρκώδης όγκος τής μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών τού πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε … Dictionary of Greek